άπωσον
Смотреть что такое "άπωσον" в других словарях:
ἄπωσον — ἀπωθέω thrust away aor imperat act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απωθώ — ησα, ήθηκα, ωθημένος, απομακρύνω με σπρώξιμο, αποκρούω: Η αστυνομία τελικά απώθησε τους διαδηλωτές. Η αρχαία προστ. του αορ. άπωσον ως ναυτικό παράγγελμα: σπρώξε μακριά, αβάρα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)